- ἀνεψιοῦ
- ἀνεψιόςfirst cousinmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
братанъ — БРАТАН|Ъ (14), А с. Племянник, сын брата: и ре(ч) гюрги и андрѣи се ˫аропълкъ бра(т) наю по см҃рти своѥи хощеть дати кыѥвъ всеволодоу братаноу своѥму ЛН XIII XIV, 14(1132); погоуби... весь родъ чл(в)къ тѣхъ развѣ Лота, братана Аврамлѩ (ἀνεψιοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
κηδεμονία — η το έργο του κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη ανήλικου: Έχει την κηδεμονία του μικρού ανεψιού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)